τρελαμάρα

τρελαμάρα
και παλ. τ. τρελλαμάρα, η, Ν
1. παραφροσύνη, τρέλα
2. απερίσκεπτη πράξη, παραλογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. -(α)μάρα (πρβλ. σαχλ-αμάρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρελαμάρα — η 1. το να γίνει ή να είναι κανείς τρελός, η τρέλα. 2. παραλογισμός, τρελή πράξη: Είναι τρελαμάρα να κολυμπάς με πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”